Του Ρ. Σκιντέλσκι*
Η τελευταία σύνοδος του G20 στη Σεούλ ολοκληρώθηκε χωρίς να επιτευχθεί καμία συμφωνία για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες ή το εμπόριο. Η Κίνα και οι ΗΠΑ αντάλλαξαν κατηγορίες για χειραγώγηση των νομισμάτων τους με στόχο το εμπορικό τους πλεονέκτημα. Οι συνομιλίες του Γύρου της Ντόχα για το διεθνές εμπόριο βάλτωσαν εν μέσω συζητήσεων για τους «κινδύνους» που επιφέρουν οι νέοι συναλλαγματικοί ή εμπορικοί πόλεμοι, την ώρα που οι πόλεμοι αυτοί βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.
Και όμως, παρά τις δεσμεύσεις των παγκόσμιων ηγετών για το αντίθετο, φαίνεται να αναβιώνει ο εφιαλτικός προστατευτισμός της δεκαετίας 1930. Ο εμπορικός πόλεμος εκείνης της εποχής ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες με την επιβολή δασμών στο πλαίσιο του νόμου Σμουτ-Χόλεϊ. Οι Βρετανοί ανταπέδωσαν θεσπίζοντας τον Νόμο περί Δασμών επί των Εισαγωγών του 1932, τον οποίο διαδέχθηκε το Προνομιακό Δασμολόγιο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, το παγκόσμιο εμπόριο κατέληξε να είναι «δρόμος μετ' εμποδίων».
Την πρώτη βολή στον εμπορικό πόλεμο της δεκαετίας του 1930 την έριξε η Βρετανία τον Σεπτέμβριο 1931, όταν εγκατέλειψε τον χρυσό κανόνα. Τα πυρά ανταπέδωσαν οι ΗΠΑ εγκαταλείποντας και αυτές τον χρυσό κανόνα τον Απρίλιο 1933. Η στερλίνα [GBP=X] υποχώρησε έναντι του δολαρίου και με τη σειρά του το δολάριο υποχώρησε έναντι της στερλίνας [GBP=X] .
Τα δύο ισχυρότερα νομίσματα εκείνης της εποχής άντεξαν τον πόλεμο, ενώ η Γαλλία ηγήθηκε μιας ομάδας κρατών που έμειναν πιστές στον κανόνα του ευρώ (gold block). Τα νομίσματα, όμως, των κρατών αυτών υπερτιμούνταν διαρκώς έναντι των δύο μεγαλύτερων, μέχρις ότου η ομάδα διαλύθηκε το 1936.
Εάν αντικαταστήσουμε τη Βρετανία της δεκαετίας του 1930 με τη σημερινή Κίνα και την ομάδα «gold bloc» με την ευρωζώνη, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η σημερινή κατάσταση είναι εξίσου ανησυχητική.
Η αμερικανική Fed προτείνει την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας με το τύπωμα νέου χρήματος, εγκαινιάζοντας έναν δεύτερο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης (QE2) ύψους 600 δισ. δολαρίων. Κανείς, όμως, δεν φαίνεται να θυμάται ότι ακριβώς το ίδιο προσπάθησε να κάνει το 1933 ο Αμερικανός πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους οι τιμές είχαν αρχίσει να πέφτουν, μετά από μια σύντομη άνθηση του τομέα των εμπορευμάτων. Ο Τζορτζ Φ. Γουόρεν, καθηγητής Αγροτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Κόρνελ, είχε συμβουλεύσει τον Ρούσβελτ ότι για να αυξήσει τις τιμές έπρεπε να μειώσει την αξία του δολαρίου σε χρυσό.
Σύμφωνα με τον κανόνα του χρυσού, το δολάριο μετατρέπονταν σε χρυσό βάσει της σταθερής τιμής των 20,67 δολαρίων/ουγγιά. Για σταθεροποίηση του επιπέδου τιμών, ο οικονομολόγος Ίρβινγκ Φίσερ είχε καταρτίσει ένα σχέδιο «αντισταθμισμένου δολαρίου», σύμφωνα με το οποίο η αξία του δολαρίου σε χρυσό θα μεταβαλλόταν προκειμένου να αντισταθμίζεται η αύξηση ή μείωση των τιμών, επιτρέποντας έτσι στη Fed να τυπώνει περισσότερο ή λιγότερο χρήμα ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες.
Για τις πληθωριστικές πιέσεις, το σχέδιο του Φίσερ έδινε στις τράπεζες τη δυνατότητα να μειώνουν τα αποθεματικά τους και, ως εκ τούτου, να αυξάνουν το δανεισμό τους (ή να δημιουργούν καταθέσεις). Η αύξηση των δαπανών θα οδηγούσε σε αύξηση των τιμών με αποτέλεσμα την τόνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο Φίσερ αντιπρότεινε μια νέα λογική στην υφιστάμενη πρακτική της χρήσης ευτελέστερων μετάλλων για την κατασκευή κερμάτων, το λεγόμενο «εκδοτικό προνόμιο» (seignorage).
Η εναλλακτική λύση που πρότεινε ο Γουόρεν - την οποία εφάρμοσε τελικά ο Ρούσβελτ το 1933- προέβλεπε την αύξηση της τιμής στην οποία η κυβέρνηση αγόραζε τον χρυσό από το νομισματοκοπείο. Η άνοδος τιμών θα σήμαινε ότι κάθε δολάριο θα στοίχιζε λιγότερο σε όρους χρυσού και το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο με το σχέδιο του Φίσερ. Οι εγχώριες τιμές θα αυξάνονταν τονώνοντας την αγροτική παραγωγή, ενώ η εξωτερική αξία του δολαρίου θα μειώνονταν ευνοώντας τους εξαγωγείς.
Από την 25η Οκτωβρίου 1933, όταν εφαρμόστηκε το σχέδιο, ο εν ενεργεία υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Χένρι Μοργκεντάου, και ο επικεφαλής της Χρηματοδοτικής Εταιρείας για την Ανασυγκρότηση, Τζέσε Τζόουνς, είχαν συνάντηση κάθε πρωί στην κρεβατοκάμαρα του Ρούσβελτ για να καθορίσουν την τιμή του χρυσού. Μια μέρα, μάλιστα, αύξησαν την τιμή του χρυσού κατά 21 σεντ γιατί θεωρούσαν το 21 τυχερό αριθμό. Στην αρχή αγόραζαν μόνο νεόκοπο χρυσό από τις ΗΠΑ αλλά αργότερα αγόραζαν και αποθέματα χρυσού από το εξωτερικό.
Η πολιτική αγοράς χρυσού είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της επίσημης τιμής του χρυσού από 20,67 δολάρια/ουγγιά τον Οκτώβριο 1933 σε 35 δολάρια/ουγγιά τον Ιανουάριο 1934 όπου το πείραμα έπρεπε να διακοπεί. Σε αυτό το διάστημα, εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια είχαν διοχετευτεί στο τραπεζικό σύστημα.
Τα αποτελέσματα, ωστόσο, ήταν απογοητευτικά. Μπορεί με την αγορά ξένου χρυσού να πέτυχαν υποτίμηση του δολαρίου σε όρους χρυσού, αλλά οι εγχώριες τιμές συνέχιζαν να πέφτουν καθ' όλη τη διάρκεια των τριών μηνών που διήρκησε η ξέφρενη αγορά χρυσού.
Εξίσου απογοητευτικά είναι τα αποτελέσματα των - πιο ορθόδοξων- προσπαθειών της Fed για ποσοτική χαλάρωση. O Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ έγραφε ότι «είτε εξαιτίας της έλλειψης δανειοληπτών, είτε της απροθυμίας για δανεισμό είτε της πρωταρχικής δίψας για ρευστότητα - σίγουρα ήταν και τα τρία - οι τράπεζες συσσώρευσαν περισσότερα αποθεματικά από τα απαιτούμενα. Τα αποθεματικά των τραπεζών-μελών της Fed ξεπερνούσαν κατά 256 δισ. δολάρια τα υποχρεωτικά επίπεδα του 1932, κατά 529 δισ. δολάρια τα υποχρεωτικά επίπεδα του 1933, κατά 1,6 δισ. δολάρια τα επίπεδα του 1936 και κατά 2,6 δισ. δολάρια τα επίπεδα του 1936».
Το λάθος στην πολιτική της Fed είναι η λεγόμενη «ποσοτική θεωρία του χρήματος» στην οποία στηρίζεται. Σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία, οι τιμές εξαρτώνται από την προσφορά χρήματος σε σχέση με την ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται προς πώληση. Το χρήμα, όμως, περιλαμβάνει και τις τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες εξαρτώνται από την επιχειρηματική εμπιστοσύνη.
Εκείνη την εποχή, ο Κέυνς έγραφε: «Κάποιοι φαίνεται να συμπεραίνουν ότι η παραγωγή και το εισόδημα μπορούν να ενισχυθούν μέσω της αύξησης στην ποσότητα του χρήματος. Είναι σαν να προσπαθείς να παχύνεις αγοράζοντας μεγαλύτερο ζωνάρι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα, το ζωνάρι είναι πολύ πιο μεγάλο από τη μέση... ο καθοριστικός παράγοντας δεν είναι η ποσότητα του χρήματος αλλά το ύψος των δαπανών».
Σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες κάνουν ακριβώς το ίδιο στηριζόμενες στην ίδια αβάσιμη θεωρία. Όπως είναι αναμενόμενο, η Κίνα κατηγορεί τις ΗΠΑ για σκόπιμη προσπάθεια υποτίμησης του δολαρίου. Ο ακριβής στόχος, όμως, είναι η συνεπαγόμενη αύξηση των αμερικανικών εξαγωγών σε βάρος των Κινέζων, των Ιαπώνων και των Ευρωπαίων παραγωγών.
Το ευρώ θα υπερτιμάται βαθμιαία, όπως ακριβώς συνέβη με την «ομάδα του χρυσού» τη δεκαετία 1930. Από τη στιγμή που η ευρωζώνη δεσμεύτηκε για λιτότητα, το μόνο της όπλο είναι ο προστατευτισμός. Εν τω μεταξύ, η πολιτική της Κίνας για αργή ανατίμηση του γιουάν έναντι του δολαρίου ίσως να γυρίσει μπούμερανκ, προκαλώντας τις ΗΠΑ για λήψη προστατευτικών μέτρων.
Η αδυναμία της συνόδου κορυφής του G20 στη Σεούλ να καταλήξει σε συμφωνία για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τις μελλοντικές συμφωνίες για τα αποθεματικά ανοίγει το δρόμο για επανάληψη της δεκαετίας του 1930. Ας ελπίσουμε ότι θα επικρατήσει η σύνεση και δεν θα αναδυθεί ένας νέος Χίτλερ.
*Ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι είναι μέλος της Βουλής των Λόρδων στη Βρετανία και επίτιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ. Επίσης, είναι συγγραφέας της πολυβραβευμένης βιογραφίας του οικονομολόγου Τζον Μέυναρντ Κέυνς και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Σχολής Πολιτικών Σπουδών της Μόσχας.
http://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=1901572