Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Η Αμερική τα έχει χαμένα με τη Τουρκία


Ένας από τους βασικούς πυλώνες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, και είναι σοκαριστικό. Πρόκειται για τις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας, που για πολλά χρόνια θεωρούνταν δεδομένες. Η σημερινή διάσταση μεταξύ των δυο χωρών μοιάζει σοβαρή και είναι κάτι που η Αμερική μάλλον  θα το μετανιώσει στο μέλλον. Μέχρι πρότινος, η Τουρκία θεωρούνταν μοναδικό στρατηγικό κεφάλαιο, συνδυάζοντας τη δημοκρατία με τον ισλαμισμό. Αυτός ο συνδυασμός έχει πλέον γίνει αρνητικός. Οι ΗΠΑ σήμερα, δεν χαίρουν καμίας εκτίμησης από τη τουρκική κοινή γνώμη.
Από όλα τα μέλη του G-20, που συμπεριλαμβάνει πλέον τις αναδυόμενες αγορές και οικονομίες σε αυτές του παλιού G-8, η Τουρκία είναι το μόνο κράτος του οποίου οι σχέσεις με την Αμερική χειροτέρεψαν από τότε που ανέλαβε ο Ομπάμα. Ήταν μάλιστα η μόνη σύμμαχος χώρα, που καταψήφισε τις προτεινόμενες κυρώσεις εναντίον του Ιράν στο πρόσφατο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ακόμη και πριν το αιματηρό περιστατικό με το στολίσκο της Γάζας, ο Ερντογάν είχε ξεφύγει τελείως από την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή, αναγνωρίζοντας την Χαμάς ως τη μοναδική πραγματική φωνή του παλαιστινιακού έθνους.
Αυτού του είδους οι προκλήσεις είναι κάτι που οι ΗΠΑ δεν έχουν συνηθίσει. Τις περισσότερες φορές,  οι Αμερικανοί έχουν να κάνουν με ανασφαλείς συμμάχους που τους θέλουν στο πλευρό τους. Το πρόβλημα όμως με τους Τούρκους  δεν είναι η ανασφάλεια τους, αλλά η υπερβολική τους  αυτοπεποίθηση. Δεν μας θέλουν δίπλα τους. Έτσι απλά.
Η Ουάσιγκτον έχει τρόπους να δείξει τη δυσαρέσκεια της, και ήδη το ξεκίνησε απέναντι στην Άγκυρα. Η μείωση των επίσημων επαφών είναι ένας από αυτούς τους τρόπους. Η διπλωματική «σιγή ασυρμάτου» όμως φέρνει αποτέλεσμα όταν τα προβλήματα είναι μικρής εμβέλειας. Και επειδή το ζήτημα με τη Τουρκία δεν μοιάζει για τέτοιο, η Ουάσιγκτον θα χρειαστεί μάλλον να υιοθετήσει μια από τις δυο σοβαρές μεθόδους αντίδρασης που διαθέτει ιστορικά.
Η πρώτη μέθοδος αντίδρασης είναι το λεγόμενο «μοντέλο de Gaulle». Πρόκειται για μια πλήρη δαιμονοποίηση, με ιδιαίτερη έμφαση στις ψυχολογικές απαρχές, της συμπεριφοράς του αντιπάλου. Έτσι είχαν αντιδράσει οι Κένεντι και Τζόνσον απέναντι στον Γάλλο πρόεδρο τη δεκαετία του 1960. Αντιμετώπισαν το εθνικιστικό «μεγαλείο» του ως μια προσωπική του νεύρωση και την επιθυμία του για διπλωματική αυτονομία ως ένα απλό αντι-αμερικανικό πείσμα. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Dean Rusk θεωρούσε τον de Gaulle ως «διάβολο με κέρατα». Προς το παρόν, η Αμερική απέχει ελάχιστα από το να αρχίσει να θεωρεί και τον Ερντογάν παρομοίως.
Η δεύτερη μέθοδος είναι το «μοντέλο Brandt», που μεταχειρίστηκαν οι Νίξον και Κίσσιγκερ τη δεκαετία του 1970 στη προσπάθεια τους να εξουδετερώσουν την Ostpolitik του Willy Brandt απέναντι στην ΕΣΣΔ. Αν και δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στα γερμανικά κίνητρα και στην γερμανική αποφασιστικότητα, ούτε και στον ίδιο τον Γερμανό καγκελάριο, οι δυο Αμερικανοί προσπάθησαν να σταματήσουν το άνοιγμα της Γερμανίας προς τους Σοβιετικούς, κάνοντας μεγαλύτερα ανοίγματα οι ίδιοι. Για τους δυο πολιτικούς, η καλύτερη απάντηση στους κινδύνους της Ostpolitik ήταν μια ζωηρή αντίστοιχη πολιτική εκ μέρους των ΗΠΑ. Έτσι προέκυψε η περιβόητη détente.
Η κάθε μια από αυτές τις στρατηγικές έχει τη δική της λογική, όμως έχει ρίσκα και κόστη. Το «μοντέλο de Gaulle» ανέδειξε  την αμερικανική αποφασιστικότητα, αλλά χάθηκε η Γαλλία ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ για δεκαετίες ολόκληρες. Το «μοντέλο Brandt» κράτησε την Αμερική ένα βήμα μπροστά από τη Γερμανία, αλλά έκανε πολλούς να αναρωτηθούν το κατά πόσο ήταν χρήσιμη ευθύς εξαρχής η συμμαχία μεταξύ των δυο χωρών. Την εποχή που η détente κατέρρευσε, οι περισσότεροι Γερμανοί θεωρούσαν πως το αρχικό φταίξιμο οφείλονταν στις ΗΠΑ, και όχι στη Μόσχα.
Πάντως, καθώς η Ουάσιγκτον προσπαθεί να συμβιβαστεί με τη τουρκική περίπτωση, ελάχιστοι είναι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι που θα θελήσουν να εφαρμόσουν κάποιο από τα παραπάνω μοντέλα εξωτερικής πολιτικής. Και τα δυο έχουν τη τάση να εξασθενούν την όποια αμερικανική επιρροή. Πρέπει λοιπόν η Αμερική να βρει έναν νέο τρόπο αντίδρασης.
The New Republic
By Stephen Sestanovich (Professor of International Diplomacy at Columbia University’s School of International and Public Affairs)
Απόδοση: Strange Attractor

http://www.antinews.gr/?p=52387

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου