Τι έχουν δείξει οι έρευνες
Μπορεί μία ουσία που παράγει ο εγκέφαλος να έχει ισχυρή αναλγητική δράση, ν’ αυξάνει τη διάθεση αλλά και να βοηθά στην άσκηση;
«Ναι» απαντούν οι επιστήμονες του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, επισημαίνοντας πως η β-ενδορφίνη, μία ουσία που εκκρίνεται κυρίως από τον εγκέφαλο (υπόφυση) και έχει ισχυρή αναγλητική δράση, μειώνει το στρες, προκαλεί φυσική αναλγησία και ταυτόχρονα αυξάνει το αίσθημα της ευχαρίστησης, ακόμη και κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Μάλιστα, αύξηση των επιπέδων της β-ενδορφίνης με την άσκηση μπορεί να προλάβουν τη μείωση των επιπέδων του μυϊκού γλυκογόνου και να βελτιώσουν την απόδοση.
«Η β-ενδορφίνη, αυξάνεται με την άσκηση, και θεωρείται υπεύθυνη για την ευφορία που αισθάνεται ο αθλητής κατά την άσκηση» επισημαίνει στο ΑΜΠΕ ο Δρ. Θανάσης Τζιαμούρτας, αναπληρωτής καθηγητής βιοχημείας της άσκησης στο ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, έρευνες του οποίου και των συνεργατών του έχουν δείξει πως η β-ενδορφίνη παίζει ρόλο στο μεταβολισμό υδατανθράκων κατά τη διάρκεια της άσκησης μεγάλης χρονικής διάρκειας, επηρεάζοντας τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος.
Τα αποτελέσματα μίας πρόσφατης εργασίας που πραγματοποιήθηκε στο ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Σωματικής Απόδοσης και Αποκατάστασης του ΚΕΤΕΑΘ, έδειξαν ακόμη πως οι τιμές της β-ενδορφίνης δεν επηρεάζονται σε διαφορετικό βαθμό από τη λήψη τροφών με υψηλό και χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη.
Στην εργασία, οι αθλητές έκαναν άσκηση κάτω από τρεις διαφορετικές καταστάσεις. Στη μία περίπτωση, μισή ώρα πριν από την άσκηση, έλαβαν τροφές με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (1.5 γραμμάρια ανά κιλό σωματικού βάρους), στη δεύτερη περίπτωση έλαβαν τροφές με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη (1.5 γραμμάρια ανά κιλό σωματικού βάρους) και στην τρίτη περίπτωση ήπιαν 300 ml νερό. Στη συνέχεια πραγματοποίησαν υπομέγιστη άσκηση (70% μέγιστης αερόβιας ικανότητας) στο ποδήλατο για μία ώρα και τελείωσαν την προσπάθεια τους πραγματοποιώντας μέγιστη άσκηση.
Από τους αθλητές ελήφθησαν δείγματα αίματος πριν από τη λήψη της τροφής, πριν από την άσκηση, κάθε 20 λεπτά κατά τη διάρκεια της άσκησης, καθώς και στο τέλος της άσκησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η λήψη διαφορετικών τροφών γλυκαιμικού δείκτη δεν διαφοροποίησε την απόδοση μεταξύ των τριών καταστάσεων, ενώ δεν υπήρξε διαφοροποίηση μεταξύ μεταβολικών παραγόντων που εξετάστηκαν.
Για παράδειγμα, διευκρινίζει ο κ. Τζιαμούρτας, τα επίπεδα της γλυκόζης, της ινσουλίνης, του γαλακτικού οξέος, του ρυθμού οξείδωσης των λιπών και της β-ενδορφίνης δεν παρουσίασαν διαφορές μεταξύ των τριών καταστάσεων. Επιπρόσθετα, δεν υπήρξαν διαφορές και σε παράγοντες όπως είναι η καρδιακή συχνότητα, ο πνευμονικός αερισμός και η υποκειμενική αίσθηση της κόπωσης.
Από τη στιγμή που είναι γνωστό, σημειώνει ο καθηγητής, ότι η λήψη υδατανθράκων επηρεάζει την απόδοση μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στη διαφοροποίηση της ποσότητας και της χρονικής στιγμής λήψης των τροφών πριν από την άσκηση για να μπορέσει να διαπιστωθεί εάν και κατά πόσον ο γλυκαιμικός δείκτης μπορεί να αποβεί σύμμαχος στον επιστήμονα της διατροφής και άσκησης.
Τι είναι, όμως, ο γλυκαιμικός δείκτης; Σύμφωνα με τον κ. Τζιαμούρτα, ο γλυκαιμικός δείκτης αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως έννοια στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και χρησιμοποιήθηκε ως μία μέθοδος κατηγοριοποίησης των υδατανθρακούχων τροφών, με βάση τη μεταβολή της συγκέντρωσης του σακχάρου μετά τη λήψη τροφής.
Η σύγκριση γίνεται εξετάζοντας τις τιμές του σακχάρου του αίματος μετά τη λήψη 50 γραμμαρίων της τροφής που αξιολογείται και 50 γραμμαρίων γλυκόζης ή λευκού ψωμιού. Ο διαχωρισμός γίνεται σε χαμηλό και υψηλό γλυκαιμικό δείκτη, όπου στην πρώτη περίπτωση η αύξηση των τιμών του σακχάρου δεν είναι απότομη και μεγάλη, ενώ στη δεύτερη συμβαίνει το αντίθετο.
Η λήψη υδατανθράκων πριν από την άσκηση έχει βρεθεί ότι μπορεί να επηρεάσει τις μεταβολικές αποκρίσεις του οργανισμού και την απόδοση. Έχει ακόμη προταθεί πως η λήψη των υδατανθράκων πριν από την άσκηση παρέχει επιπρόσθετη ενέργεια στον οργανισμό που προέρχεται από τη γλυκόζη του αίματος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους μύες διατηρώντας έτσι τα επίπεδα του μυϊκού γλυκογόνου αυξημένα.
Υπολογίζοντας πως το μυϊκό γλυκογόνο είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την απόδοση σε αθλήματα μεγάλων αποστάσεων και διάρκειας, είναι κομβικής σημασίας να μπορεί ο αθλητής να το διατηρεί σε αυξημένο επίπεδο.
Ο μεταβολισμός των υδατανθράκων και των λιπών κατά τη διάρκεια άσκησης μεγάλης χρονικής διάρκειας επηρεάζεται από διάφορες ορμόνες. Οι ορμόνες του παγκρέατος, ινσουλίνη και γλυκαγόνη, και οι ορμόνες των επινεφριδίων, επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη, δρουν άμεσα και συγκαταλέγονται στις ορμόνες γρήγορης αντίδρασης ενώ υπάρχουν και οι ορμόνες αργής αντίδρασης στις οποίες περιλαμβάνονται η κορτιζόλη και η αυξητική ορμόνη. Στην τελευταία κατηγορία συμπεριλαμβάνεται και η β-ενδορφίνη.
«Ναι» απαντούν οι επιστήμονες του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, επισημαίνοντας πως η β-ενδορφίνη, μία ουσία που εκκρίνεται κυρίως από τον εγκέφαλο (υπόφυση) και έχει ισχυρή αναγλητική δράση, μειώνει το στρες, προκαλεί φυσική αναλγησία και ταυτόχρονα αυξάνει το αίσθημα της ευχαρίστησης, ακόμη και κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Μάλιστα, αύξηση των επιπέδων της β-ενδορφίνης με την άσκηση μπορεί να προλάβουν τη μείωση των επιπέδων του μυϊκού γλυκογόνου και να βελτιώσουν την απόδοση.
«Η β-ενδορφίνη, αυξάνεται με την άσκηση, και θεωρείται υπεύθυνη για την ευφορία που αισθάνεται ο αθλητής κατά την άσκηση» επισημαίνει στο ΑΜΠΕ ο Δρ. Θανάσης Τζιαμούρτας, αναπληρωτής καθηγητής βιοχημείας της άσκησης στο ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, έρευνες του οποίου και των συνεργατών του έχουν δείξει πως η β-ενδορφίνη παίζει ρόλο στο μεταβολισμό υδατανθράκων κατά τη διάρκεια της άσκησης μεγάλης χρονικής διάρκειας, επηρεάζοντας τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος.
Τα αποτελέσματα μίας πρόσφατης εργασίας που πραγματοποιήθηκε στο ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Σωματικής Απόδοσης και Αποκατάστασης του ΚΕΤΕΑΘ, έδειξαν ακόμη πως οι τιμές της β-ενδορφίνης δεν επηρεάζονται σε διαφορετικό βαθμό από τη λήψη τροφών με υψηλό και χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη.
Στην εργασία, οι αθλητές έκαναν άσκηση κάτω από τρεις διαφορετικές καταστάσεις. Στη μία περίπτωση, μισή ώρα πριν από την άσκηση, έλαβαν τροφές με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (1.5 γραμμάρια ανά κιλό σωματικού βάρους), στη δεύτερη περίπτωση έλαβαν τροφές με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη (1.5 γραμμάρια ανά κιλό σωματικού βάρους) και στην τρίτη περίπτωση ήπιαν 300 ml νερό. Στη συνέχεια πραγματοποίησαν υπομέγιστη άσκηση (70% μέγιστης αερόβιας ικανότητας) στο ποδήλατο για μία ώρα και τελείωσαν την προσπάθεια τους πραγματοποιώντας μέγιστη άσκηση.
Από τους αθλητές ελήφθησαν δείγματα αίματος πριν από τη λήψη της τροφής, πριν από την άσκηση, κάθε 20 λεπτά κατά τη διάρκεια της άσκησης, καθώς και στο τέλος της άσκησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η λήψη διαφορετικών τροφών γλυκαιμικού δείκτη δεν διαφοροποίησε την απόδοση μεταξύ των τριών καταστάσεων, ενώ δεν υπήρξε διαφοροποίηση μεταξύ μεταβολικών παραγόντων που εξετάστηκαν.
Για παράδειγμα, διευκρινίζει ο κ. Τζιαμούρτας, τα επίπεδα της γλυκόζης, της ινσουλίνης, του γαλακτικού οξέος, του ρυθμού οξείδωσης των λιπών και της β-ενδορφίνης δεν παρουσίασαν διαφορές μεταξύ των τριών καταστάσεων. Επιπρόσθετα, δεν υπήρξαν διαφορές και σε παράγοντες όπως είναι η καρδιακή συχνότητα, ο πνευμονικός αερισμός και η υποκειμενική αίσθηση της κόπωσης.
Από τη στιγμή που είναι γνωστό, σημειώνει ο καθηγητής, ότι η λήψη υδατανθράκων επηρεάζει την απόδοση μελλοντικές έρευνες θα πρέπει να εστιάσουν την προσοχή τους στη διαφοροποίηση της ποσότητας και της χρονικής στιγμής λήψης των τροφών πριν από την άσκηση για να μπορέσει να διαπιστωθεί εάν και κατά πόσον ο γλυκαιμικός δείκτης μπορεί να αποβεί σύμμαχος στον επιστήμονα της διατροφής και άσκησης.
Τι είναι, όμως, ο γλυκαιμικός δείκτης; Σύμφωνα με τον κ. Τζιαμούρτα, ο γλυκαιμικός δείκτης αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως έννοια στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και χρησιμοποιήθηκε ως μία μέθοδος κατηγοριοποίησης των υδατανθρακούχων τροφών, με βάση τη μεταβολή της συγκέντρωσης του σακχάρου μετά τη λήψη τροφής.
Η σύγκριση γίνεται εξετάζοντας τις τιμές του σακχάρου του αίματος μετά τη λήψη 50 γραμμαρίων της τροφής που αξιολογείται και 50 γραμμαρίων γλυκόζης ή λευκού ψωμιού. Ο διαχωρισμός γίνεται σε χαμηλό και υψηλό γλυκαιμικό δείκτη, όπου στην πρώτη περίπτωση η αύξηση των τιμών του σακχάρου δεν είναι απότομη και μεγάλη, ενώ στη δεύτερη συμβαίνει το αντίθετο.
Η λήψη υδατανθράκων πριν από την άσκηση έχει βρεθεί ότι μπορεί να επηρεάσει τις μεταβολικές αποκρίσεις του οργανισμού και την απόδοση. Έχει ακόμη προταθεί πως η λήψη των υδατανθράκων πριν από την άσκηση παρέχει επιπρόσθετη ενέργεια στον οργανισμό που προέρχεται από τη γλυκόζη του αίματος και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους μύες διατηρώντας έτσι τα επίπεδα του μυϊκού γλυκογόνου αυξημένα.
Υπολογίζοντας πως το μυϊκό γλυκογόνο είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες για την απόδοση σε αθλήματα μεγάλων αποστάσεων και διάρκειας, είναι κομβικής σημασίας να μπορεί ο αθλητής να το διατηρεί σε αυξημένο επίπεδο.
Ο μεταβολισμός των υδατανθράκων και των λιπών κατά τη διάρκεια άσκησης μεγάλης χρονικής διάρκειας επηρεάζεται από διάφορες ορμόνες. Οι ορμόνες του παγκρέατος, ινσουλίνη και γλυκαγόνη, και οι ορμόνες των επινεφριδίων, επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη, δρουν άμεσα και συγκαταλέγονται στις ορμόνες γρήγορης αντίδρασης ενώ υπάρχουν και οι ορμόνες αργής αντίδρασης στις οποίες περιλαμβάνονται η κορτιζόλη και η αυξητική ορμόνη. Στην τελευταία κατηγορία συμπεριλαμβάνεται και η β-ενδορφίνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου