Ένα απ’ τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η αθλητική κοινωνία είναι ο τραυματισμός.
Οι επιπτώσεις ενός τραυματισμού σχετίζονται όχι μόνο με την ιατρική και προπονητική-αγωνιστική πλευρά, αλλά και την ψυχολογική ή και την ευρύτερη κοινωνική και ηθική. Ο τραυματισμός αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλές επιστήμες και οφείλεται να εξετάζεται από πολλές οπτικές γωνίες και να μελετάται ως προς την ιατρική, αγωνιστική, ψυχολογική, φιλοσοφική, κοινωνιολογική βάση. Ο αθλητής, προπονητής, καθηγητής Φυσικής Αγωγής, αθλητίατρος, αθλητικός ψυχολόγος ακόμα και o θεατής οφείλουν να αντιμετωπίζουν τον τραυματισμό ως πολυδιάστατο φαινόμενο γιατί μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο θα κατανοηθεί πλήρως η ουσιαστική του δομή.
Οι αθλητές που αντιμετωπίζουν τραυματισμούς στην αθλητική τους καριέρα δεν έχουν να ξεπεράσουν μόνο την ανατομική δυσλειτουργία σαν αυτή καθεαυτή, αλλά και όλες τις δυσκολίες που αναμφίβολα θα παρουσιαστούν. Ο αθλητής ή η αθλήτρια, εκτός από το επώδυνο εμπόδιο του τραυματισμού που πρέπει να ξεπεράσει για να επανέλθει εξίσου ανταγωνιστικός στους αγώνες που θα ακολουθήσουν, πρέπει να υπερνικήσει και τους ψυχολογικούς παράγοντες, εκείνους που λειτουργούν ως ανασταλτικοί παράγοντες για τη σωματική και ψυχική του ανάρρωση και ανάταση. Ο αθλητής φυσιολογικό είναι – κατά την εμφάνιση του τραυματισμού αλλά και αργότερα – να πληγεί συναισθηματικά και ψυχολογικά και αυτό συχνά μπορεί να προκαλέσει χαμηλή αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση, αυτοαποτελεσματικότητα ή και αρνητική σκέψη. Όλη αυτή η αρνητική ψυχολογία είναι αναπόφευκτο να λειτουργήσει ανασταλτικά στην επαναφορά στην αθλητική δράση και να παρατείνει το χρόνο αποκατάστασης. Όλα αυτά τα γεγονότα μόνο αρνητικά συνεισφέρουν στην αποκατάσταση του αθλητή, δυσχεραίνοντας το έργο του προπονητή ή του καθηγητή Φυσικής Αγωγής και στόχος είναι να μπορέσουν να ξεπεραστούν όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα, ταχύτερα και αποτελεσματικότερα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω των τεχνικών ψυχολογικής παρέμβασης που είναι χρήσιμες σε πολλές περιπτώσεις στον αθλητικό χώρο και γενικότερα. Οι τεχνικές αυτές μπορούν να συνεισφέρουν τα βέλτιστα στην αθλητική απόδοση, στην αποκατάσταση τραυματισμών, στην εκμάθηση δεξιοτήτων ή ακόμα και στην πρόληψη, καθώς είναι αμφίδρομη η διαδικασία πρόληψης και αποκατάστασης. Μέσω αυτών των διαδικασιών μπορεί να εξασφαλιστεί αναστολή αρνητικών σκέψεων σε θετικές, αύξηση του επιπέδου της αυτοεκτίμησης, της αυτοπεποίθησης και της αυτοαποτελεσματικότητας και άλλες λειτουργίες ψυχολογικής αναδιοργάνωσης.
Συναισθηματικές αντιδράσεις του αθλητή κατά τον τραυματισμό
Είναι κοινώς αποδεκτό πως ο αθλητής που θα υποστεί έναν τραυματισμό, δε θα πληγεί μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Αυτό καθιστά τις τεχνικές ψυχολογικής παρέμβασης ως πρώτη προτεραιότητα για την ομαλή αντιμετώπιση του προβλήματος. Ως επακόλουθο ενός σοβαρού τραυματισμού οι αθλητές θα βιώσουν τυπικά 3 φάσεις αντίδρασης:
1η φάση: Ο αθλητής είναι πιθανόν να εκφράσει μια άρνηση και δυσπιστία. Η άρνηση μπορεί να είναι τόσο έντονη, που ο αθλητής να είναι έτοιμος να συνεχίσει να αθλείται παρ’ όλες τις προειδοποιήσεις για χειροτέρευση του τραύματος. Η δυσπιστία, θα κάνει τον αθλητή να αναζητήσει πολλές επαγγελματικές γνώμες.
2η φάση: Ο αθλητής παρουσιάζει μια ποικιλία αρνητικών συναισθημάτων. Τα συναισθήματα αυτά έχουν να κάνουν με θυμό, αγωνία, ματαίωση, καταθλιπτική διάθεση, μειωμένη συγκέντρωση, αϋπνία και διακοπή συνηθισμένων δραστηριοτήτων. Όλα αυτά δυσχεραίνουν και καθυστερούν την ανάρρωση. Το άγχος και η ματαίωση του αθλητή είναι συχνά δυσκολότερο να αντιμετωπιστούν απ’ ότι ο πραγματικός τραυματισμός.
3η φάση: Σ’ αυτή τη φάση ο αθλητής αποδέχεται τον τραυματισμό και προσαρμόζεται. Ο ιατρός μπορεί να τον βοηθήσει να προσαρμοστεί στα καινούρια ιατρικά δεδομένα και να βρει λόγους για ελπίδα και αισιοδοξία. Βοηθώντας τον αθλητή να φτάσει σε αυτή τη φάση, μειώνουμε σημαντικά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάρρωσης και αποκατάστασης.
Αυτοαντίληψη του αθλητή για τον τραυματισμό του
Ο γενικός ιατρός που δουλεύει με τραυματισμένους αθλητές θα παρατηρήσει διάφορες αντιδράσεις στους τραυματισμούς. Ορισμένες φορές, ένας αθλητής μπορεί να παρουσιάσει έλλειψη ενδιαφέροντος, αδιαφορία ή και αποσύνδεση προς το τραύμα του. Κάποιος άλλος αθλητής μπορεί να θεωρήσει τον τραυματισμό του ως την απόλυτη καταστροφή. Αν ο αθλητής είναι ανίκανος να θεωρήσει τον τραυματισμό του από μια πιο εύκαμπτη προοπτική, η ψυχολογική του κατάσταση θα είναι εμπόδιο στην πορεία προς την ανάρρωση και αποκατάσταση.
Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα τρόπων με τους οποίους οι αθλητές μπορούν να αντιμετωπίζουν την ασθένεια και τον τραυματισμό. Για να αντιμετωπίσει κανείς αποτελεσματικά το στρες, πρέπει να κάνει μια συνειδητή προσπάθεια και πρέπει να αναζητήσει και να εξασφαλίσει βοήθεια από τους άλλους. Σημαντικό μέρος των μηχανισμών αντιμετώπισης είναι οι ασυνείδητοι μηχανισμοί προσαρμογής του εγώ. Αυτοί περιλαμβάνουν τον αλτρουïσμό, το χιούμορ, καταστολή, προβολή, εξιδανίκευση. Ονομάζονται ώριμες άμυνες. Μια λιγότερο ώριμη άμυνα όπως η άρνηση συναντάται επίσης συχνά σε αρκετές περιπτώσεις»
Ο προπονητής εκτός από τα καθήκοντα που έχει και τη βοήθεια που πιθανόν να παρέχει στον τραυματισμένο αθλητή, πρέπει να καθιερώσει την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια , να είναι δίπλα στον αθλητή και τον τραυματισμό του και να προσπαθήσει να τον οδηγήσει, όσο είναι αυτό εφικτό, στην αποκατάσταση. Συχνά οι αθλητές ασχολούνται κυρίως με την υλική πλευρά του τραυματισμού και τον σωματικό τους πόνο, δίνοντας δευτερεύουσα σημασία στον ψυχολογικό τομέα και τις ανάγκες τους αυτές. Οι τεχνικές ψυχολογικής παρέμβασης πρέπει να χρησιμοποιούνται για ομαλή φυσική και ψυχολογική αποκατάσταση.
Ξένια Παπανικολάου
Καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, Δασκάλα,
Μcs στην Αθλητική Ψυχολογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου